-
1 σοφία
a in general, art, wisdomδαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον is the best part of wisdom P. 2.56γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263
ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
σοφίᾳ γὰρ ἀείρεται πλει[ Pae. 14.40
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 1. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209.b esp., poetic art, skillἐμέ πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ O. 1.116
ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.38
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248
ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49
σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις N. 7.23
ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18
ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν (v. l. σοφιαῖς.) Πα. 7B. 20. ἄμαχοι εἰς σοφίαν ?fr. 353.c of other arts or skills ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται (with particular ref. to medicine) P. 3.54 κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide) fr. 260. 7. pl.,σοφίαι μὲν αἰπειναί O. 9.107
-
2 παράγω
A- ξω Phld.Rh.1.19
S.: [tense] pf.παραγέωχα PTeb.5.198
(ii B. C.),παραγείοχα Stud.Pal.22.3
(ii A. D.):— lead by or past a place, c. acc. loci, Hdt.4.158, cf. 9.47; πάραγε πτέρυγας fly past, E. Ion 166 (lyr.);π. θριάμβους App.Mith. 117
, cf. BC2.101; of a person,ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Plu.Caes.55
.2 in Tactics, march the men up from the side, bring them from column into line,π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους.. εἰς μέτωπον X.HG7.5.22
, cf. Cyr.2.3.21, An.4.6.6; τὰς [τάξεις] εἰς τὰ πλάγια ib.3.4.14; ἔξωθεν τῶν κεράτων ib.3.4.21.3 bring round or forward,ἀγκῶνα παρὰ τὸ στῆθος Hp.Art.2
, cf. 74; twist round or out of place, Alex.Aphr.in Sens.16.19.4 π. ὑπόχυμα couch a cataract, Gal.Thras.23.II lead aside from the way, mislead,ἔννυχοι πάραγον κοῖται Pi.P.11.25
;σοφία παράγοισα μύθοις Id.N.7.23
;π. τινὰεἰς ἀρκύστατα A.Pers.99
codd. (lyr.);π. ψεύδεσι Pl.R. 383a
;φενακίζειν καὶ π. D.22.34
, cf. PMagd.12.7 (iii B. C.), PCair.Zen.289.20 (iii B. C.):—[voice] Pass.,φόβῳ παρηγόμην S.OT 974
;λόγοις παράγεσθαι Th.1.91
; ἀπάτῃ π. ὑπό τινων ib.34;νέοις παραχθείς E.Supp. 232
.2 divert from one's course, influence,Μοίρας Hdt.1.91
: c. acc. pers. et gen. rei, divert from, [τινὰ] τοῦ τῆς ῥητορικῆς τέλους Phld.l.c.; induce, lead to or into a thing, : mostly in bad sense, π. ἐς ἀμπλακίην, ἐς ἀναιδείην, Thgn.404, Archil.78:—[voice] Pass., to be influenced, persuaded, , cf. Lg. 885b, Th.2.64;λόγῳ παραχθέντες X.Mem.4.8.5
: c. inf., .3 of things, lead aside: hence, wrest, π. τοὺς νόμους ἐπί τι pervert the laws to this end, Pl.R. 550d, cf. Is.11.36;οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Lycurg.92
;π. τὴν ἀλήθειαν Philostr.Ep.35
:—[voice] Pass., τὰ γράμματα παρῆκται, from age, Paus.6.19.5.5 change slightly, of letters in the derivation of words, Pl.Cra. 398c, 398d, 400c, Plu.2.354c: freq. in Gramm. in [voice] Pass., to be derived, ἀπό .. Demetr.Lac.Herc.1014.58, D.T.641.4, A.D.Pron.34.25; ἐκ .. Id.Synt.111.2; παρά c. acc., Id.Adv.146.10: c. gen., τὸ μελιτηρὸν τοῦ τηρεῖν [παραχθέν] Id.Pron.30.17: generally, to be formed,διὰ τοῦ θεν Id.Adv.184.12
;τὴν κτητικὴν διὰ τῆς οι π. Id.Pron.109.6
; to be inflected, ἀντωνυμίαι ὡς ὀνόματα εἰς τὰ γένη καὶ τὰς πτώσεις π. ib.111.2, cf. Synt.110.8; ὁ ἀνδριὰς οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος is called by a modification, Arist.Metaph. 1033a17.III bring and set beside others, bring forward, introduce,ἐς μέσον Hdt.3.129
;εἰς τὸ μέσον Pl. Lg. 713b
; ; π. εἰς τὸν δῆμον bring before the people, Lys.13.32, cf. Th.5.45; εἰς τὸ δικαστήριον before the court, D.26.17;παραχθῆναι τὴν γραφήν Antipho 2.3.6
; also, bring forward as a witness, etc.,τὸν ἥκοντα παρήγαγον D.18.170
:—[voice] Med.,μάρτυρα παραγόμενος Pl.Lg. 836c
.b introduce on the stage, bring in, Ath. 3.117d, 6.230b, al., D.L.2.28, prob. in Anon. de Com.(CGF p.7);οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Arist.EE 1230b19
: hence, represent, portray,τοξότας αὐτοὺς παρήγαγον Corn.ND32
, cf. 14 ([voice] Pass.).c produce, deliver,ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν PTeb.5.198
(ii B. C.), cf. 92.8 (ii B. C., [voice] Pass.).2 bring in, with a notion of secrecy,ἄνδρας π. ἔσω Hdt.5.20
:—[voice] Pass., come in stealthily, slip in,π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας S.El. 1391
(lyr.); of things,τὸ ὕδωρ ὀρύγμασι καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Plu.Cam.4
.IV carry on, protract,τὴν πρᾶξιν D.S.18.65
; π. τὸν χρόνον pass it, Plu. Agis13, etc.; v. infr. B. III.VI produce, create, Plot.6.8.20, etc.; τὸ παράγον, opp. τὸ παραγόμενον, Procl.Inst.7, cf. Dam.Pr.32, etc.:—[voice] Pass.,ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα παράγεται Iamb.Myst.3.22
, cf. Gp.9.1.1.B intr., pass by, pass on one's way, X.Cyr.5.4.44, Euphro 10.15, Plb.5.18.4, etc.; ([place name] Phanagoria): also c. acc., pass by,μνήματα Lyr.Alex.Adesp.37.25
;κώμην PTeb.17.4
(ii B. C.).II pass along the coast, Plb.4.44.3; simply, go,εἴσω πάραγε Men.Epit. 188
, cf. 194, Sam.80, Pk. 275. -
3 κλέπτω
a cheat ἀθανάτους (- ων v. l.)ὅτι κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.61
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.29
σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις N. 7.23
b concealοὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
κλέπτων δὲ θυμῷ δεῖμα P. 4.96
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33
ἀκτὶς ἀελίου, ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον referring to a solar eclipse Πα.. 3. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος (Arethas: βλεπτόμενον codd. Clem. Alex.) fr. 217.c carry off secretly κλέψεν τε Μήδειαν (sc. Jason) P. 4.250 cf. O. 1.61 -
4 μῦθος
1 taleδεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.29
σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις N. 7.23
πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος N. 8.33
-
5 παράγω
1 seduce ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) P. 11.25σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις N. 7.23
-
6 κλέπτω
Aκλέπτεσκον Hdt.2.174
: [tense] fut. , etc.,κλέψομαι X.Cyr.7.4.13
: [tense] aor.ἔκλεψα Il.5.268
, etc.: [tense] pf. , 372, Pl.Lg. 941d; later part.κεκλεβώς IG5(1).1390.75
(Andania, i B.C.):—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἐκλέφθην Hdt.5.84
, E.Or. 1580: [tense] aor. 2 ἐκλάπην [ᾰ] Pl.R. 413b, X.Eq.Mag.4.17; later part. (ii A.D.): [tense] pf. , Ar.V.57. (Cf. Lat. clèpere, Goth. hlifan ([etym.] κλέπτειν), hliftus ([etym.] κλέπτης)):— steal, c. acc. or abs., Il.24.24, 71, 109; τῆς γενεῆς ἔκλεψε from that breed Anchises stole, i.e. foals of that breed, 5.268;κλέπτουσιν ἐφ' ἁρπαγῇ ἄλλοθεν ἄλλος Sol.4.13
;κ. μοιχεύειν τε Xenoph.11.3
;ἢν μηδὲν μήτε κλέπτῃ μήτε ἀδικῇ Democr.253
;κ. τι παρ' ἀλλήλων Hdt.1.186
;κ. ἐξ ἱερῶν Pl.Lg. 857b
; carry off,κλέψεν Μήδειαν Pi.P.4.250
; πυρὸς σέλας κ., of Prometheus, A.Pr.8;κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ S.Ph. 644
; κ. τοὺς μηνύοντας spirit away the deponents, Antipho 5.38; ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν ἐς γῆν σῶμα κ. let it down secretly, E.Tr. 958, cf. 1010; κ. μορφάς, of painters, steal forms (by transferring them to canvas), Luc.Epigr.41.2 in part. [voice] Act., thievish, κλέπτον βλέπει he has a thief s look, Ar.V. 900; κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός he's an arrant thief, ib. 933.II c.acc. pers., cozen, cheat,πάρφασις, ἥ τ' ἔκλεψε νόον Il.14.217
; οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον Hes: Th.613;μὴ κλέπτε νόῳ Il.1.132
; κλέπτει νιν οὐ θεός, οὐ βροτός, ἔργοις οὔτεβουλαῖς Pi.P.3.29
;σοφία κλέπτει παράγοισα μύθοις Id.N.7.23
;οὔτοι φρέν' ἂν κλέψειεν A.Ch. 854
, cf. S.Tr. 243, etc.;τὴν γνώμην Hp.Epid. 5.27
;κ. τὴν ἀκρόασιν Aeschin.3.99
:—[voice] Pass.,κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist.Rh. 1408b5
; προβαίνειν κλεπτόμενος to go on blindfold, Hdt.7.49; κλέπτεταί οἱ ἡ αὐγή his vision becomes deceptive, Hp.Morb.2.12; l.c.: impers., κλέπτεται the deception is passed off, Arist.Rh. 1404b24.III conceal, keep secret,θεοῖο γόνον Pi.O.6.36
;θυμῷ δεῖμα Id.P.4.96
; disguise, διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ' E.Supp. 416;τοῖς ὀνόμασι κ. τὰ πράγματα Aeschin.3.142
;τοὺς ἑαυτῶν κ. X.Eq.Mag.5.2
;κ. ἑαυτὸν ὀφθαλμῶν τε καὶ ὤτων Philostr.VS1.7.2
;κ. τοῦ διανοήματος τὴν ἄδειαν Demetr.Eloc. 239
:—[voice] Pass., κλέπτεται τὸ μετρικόν ib. 182, cf. Them.in Ph.276.26, Paul.Aeg.6.103.IV do secretly or treacherously. δόλοισι κ. σφαγάς execute slaughter by secret frauds, S.El.37;πόλλ' ἂν.. λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά Id.Aj. 1137
; κ. μύθους whisper malicious rumours, ib. 188(lyr.); κλέπτων ἢ βιαζόμενος by fraud or open force, Pl.Lg. 933e; ταῦτα κλέπτοντες ταῖς πράξεσιν, i.e. λάθρᾳ πράττοντες, ib. 910b; κλεπτομένη λαλιά secret, clandestine, Luc.Am.15, etc.3 effect or bring about clandestinely,γάμον κ. δώροις Theoc.22.151
:—[voice] Pass., to be 'smuggled in', Arist.Rh.Al. 1440b21.4 get rid of imperceptibly, τὸ δοκεῖν .. D.H.Rh.8.7;τῇ ποικιλίᾳ τὸν κόρον Id.Comp.19
:—[voice] Pass.,τοῦ πόσου κλεπτομένου Plot.4.7.5
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий